σαρκώδης

σαρκώδης
-ες / σαρκώδης, -ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός]
1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.)
2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός
2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλή σάρκα
αρχ.
1. (για κρασί) παχύρρευστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σαρκῶδες
α) το σάρκινο μέρος τού σώματος («ἔσωθεν δέρμα ἱσχυρὸν καὶ ἀφαιρούμενον ἀπὸ τοῡ σαρκώδους», Αριστοτ.)
β) ουσία όμοια με σάρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαρκώδης — fleshy masc/fem acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. γεμάτος σάρκες, παχύς, χοντρός: Σαρκώδη χείλη. 2. αυτός που μοιάζει με σάρκα: Σαρκώδης καρπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκωδέστερον — σαρκώδης fleshy adverbial comp σαρκώδης fleshy masc acc comp sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδει — σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut dat sg σαρκώδεϊ , σαρκώδης fleshy dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδη — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκωδεστέρων — σαρκώδης fleshy fem gen comp pl σαρκώδης fleshy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκῶδες — σαρκώδης fleshy masc/fem voc sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδεα — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδεις — σαρκώδης fleshy masc/fem acc pl σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”